- πασσαλόπηκτος
- η , ο [ος , ον ] см. πασσαλόκτιστος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πασσαλόπηκτος — η, ο στηριγμένος σε πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πηκτός (< πήγνυμι «στερεώνω»)] … Dictionary of Greek